- καταναυμαχώ
- (Α καταναυμαχῶ, -έω)νικώ κάποιον ολοκληρωτικά σε ναυμαχία («αἷς βασιλέα καὶ τοὺς βαρβάρους καταναυμαχήσαντες ἠλευθερώσαμεν τοὺς Ἕλληνας», Ανδοκ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταναυμαχῶ — καταναυμαχέω conquer in a sea fight pres subj act 1st sg (attic epic doric) καταναυμαχέω conquer in a sea fight pres ind act 1st sg (attic epic doric) καταναυμαχέω conquer in a sea fight pres subj act 1st sg (attic epic doric) καταναυμαχέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταναυμαχώ — έω, Α νικώ μαζί με άλλους σε ναυμαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταναυμαχῶ «νικώ ολοκληρωτικά σε ναυμαχία»] … Dictionary of Greek